- πεδιοφύλαξ
- πεδιοφύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,A guard of an estate, PFay.113.4 (100 A.D.), PLond.2.189.20 (ii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδιοφύλαξ — ακος, ὁ, Α ο φύλακας τών αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + φύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek